Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σαμσείρα — ἡ, Α (δ. γρφ.) βλ. σαμψήρα … Dictionary of Greek
σαμψήρα — και σάμσειρα, ἡ, Α είδος ξίφους, συμβόλου τής πολιτικής εξουσίας. [ΕΤΥΜΟΛ. Δάνεια λ., από περσ. šamšīr) … Dictionary of Greek